μουντζαλώνω

μουντζαλώνω
μουντζαλώνω, μουντζάλωσα βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μουντζαλώνω — [μουντζαλιά] λερώνω κάτι με μουντζαλιές, με μαύρες κηλίδες …   Dictionary of Greek

  • μουντζαλώνω — μουντζάλωσα, μουντζαλώθηκα, μουντζαλωμένος, λερώνω με μελανιές: Χύθηκε το μελάνι και μουντζάλωσε τη φούστα μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… …   Dictionary of Greek

  • μουντζάλωμα — και μουτζάλωμα, το [μουντζαλώνω] λέρωμα με μελάνι, μουντζάλισμα …   Dictionary of Greek

  • μουντζαλιάζω — και μουτζαλιάζω [μουντζαλιά] λερώνω με μελάνι, με μελανές κηλίδες μουντζαλώνω …   Dictionary of Greek

  • μουντζαλωτής — και μουτζαλωτής, ο [μουντζαλώνω] αυτός που μουντζαλώνει …   Dictionary of Greek

  • μουτζαλώνω — βλ. μουντζαλώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”